Φθινοπώριαζε
πάντα στην ώρα του.
Από χθές,
κάθε φορά.
Σκοτείνιαζε
πάντα από νωρίς.
Απ’το πρωί,
κάθε φορά.
Με ελβετική ακρίβεια
ντυνόταν κατάσαρκα
τον ίδιο τον Οκτώβρη,
σα να μην είχε να φορέσει
καθαρό εσώρουχο
τις Κυριακές το βράδυ.
Μελετούσε άνευρα
τις νευρικές απολήξεις
μόνο στα σκουρόχρωμμα
μισοπεθαμένα φύλλα.
Κι ύστερα
μια εγκυκλοπαίδεια
για την αμφιγονία
των φυτών.
Καθάριζε μετά μανίας
κάθε λογής γαμέτες
γύρω απ’το βάζο.
Κι έπειτα
άγγιζε με τη σκέψη
τα μισοζώντανα φύλα
των ανθρώπων,
που σκόρπιζαν
μετά τις συνευρέσεις
του Σαββάτου.
Είχε ξεχάσει
ανοιχτό το παράθυρο.
Ο αέρας…
Η βροχή…
Η υγρασία…
Το άλλο φύλλο τσακίστηκε
στο πάτωμα
κάτω απ’το παπούτσι.
Το άλλο φύλο
μούσκεψε,
μούσκεψε
ανενδοίαστα,
ανεπιστρεπτί.
Ανεπιστρεπτί
κατεστράφη
κι η εγκυκλοπαίδεια.
Και η μονογονία
των ανθρώπων…
ΠΦ
πολύ ωραίο!