Ήταν ένας άξιος καλλιτέχνης.
Ή και γιατρός.
Σμίλευε την πέτρα
με τα χέρια του.
Σμίλευε την πέτρα
στα ανυπόμονα λαγόνια του.
Σμίλευε την πέτρα
στις ιστορίες των ανθρώπων
καθισμένος
στην αναπαυτική πολυθρόνα του
κάθε απόγευμα.
Σμίλευε την πέτρα
και πίσω απ’αυτές.
Σμίλευε ακόμα την πέτρα
στα βλέμματα των περαστικών.
Σμίλευε την πέτρα
στις φωνές των θαμώνων
στο μαγειρείο
της οδού Αναπαύσεως.
Σμίλευε την πέτρα
στα σώματα
των παράταιρων εραστών.
Ακόμα κι όταν
δεν του το ζητούσαν.
Σμίλευε πάντα την πέτρα
στα κατωσέντονα.
Κι όταν τελείωνε
αναπαυόταν
πάνω σ’ένα κομμάτι
ακατέργαστης πέτρας.
Χαιδεύοντας
τις κοφτερές γωνίες.
Αυτό τον έμαθε
για την ανάγκη
να σμιλεύει την πέτρα.
Αυτή η πέτρα
που του ξέφευγε.
ΠΦ