(Ή για τη μάνα…)
Ξαφνικά αναλογίστηκε
τα υπάρχοντά της…
Μάζεψε δυο παιδιά,
δυο σκόρπια βλέμματα…
και λίγα παγάκια
στο τζάκι.
Με τίποτα,
με τίποτα
να μην καίγονται,
πώς θα τα έπαιρνε από κει;
Όχι.
Μόνο ό,τι της ανήκε
είχε πει
θα πάρει μαζί…
Τελικά επέστρεψε
στα καθήκοντά της.
Βιαστικά.
Στο περβάζι
είχε μαζευτεί
ένα σωρό σκόνη…
Δεν μπορούσε
να τ’ αφήσει έτσι.
Είχαν μαζευτεί
ένα σωρό αναξιότητες.
Οι λιποτάκτες της ζωής
τις έλεγαν αντιξοότητες.
Ώσπου να καταλάβουν,
έλεγε.
Ώσπου να πεθυμήσει,
της έλεγαν.
Ως τότε
θα παρέμενε εκεί.
Είχε χρέος…
Πόσο χρέος;
ΠΦ