Ντύθηκε
το αλαζονικό
-γεμάτο από ιδρώτα
περασμένων μεγαλείων-
ρούχο
της συγχώρεσης.
Και περίμενε.
Δεν θυμόταν
πόσες στιγμές
κράτησε
αυτή η αυτάρκεια.
Χρόνος
Άκλαυτος κι αμείλικτος
τον προσπέρασε.
Πόσα νιάτα…
Ταπείνωσε
τις λέξεις
που πρόδωσαν
την ανάγκη του.
Τελικά
απεκδύθηκε
το αυτάρεσκο ρούχο.
Και βγήκε
να πεθυμήσει.
Ξανά.
Αναπόφευκτο.
Όσο ήταν ζωντανός
Αυτό,ευτυχώς ή δυστυχώς,
θα παρέμενε Αναπόφευκτο.
ΠΦ