Βύζαινε αχόρταγα
τη βροχή
απ’ τα μαρμαρωμένα στήθη
των προγόνων του.
Βλέπεις,
είχε γεννηθεί
στα Dry Valleys.
Σταγόνα
δεν περίσσευε.
Βύζαινε αχόρταγα
τη σιωπή
απ’ τα σφιγμένα χείλη
των γονιών του.
Βλέπεις
είχε γεννηθεί
από μπαζωμένο έρωτα.
Κουβέντα
δεν περίσσευε.
Από μια επανάσταση
βρέθηκε
στο Μόσινραμ
να μουχλιάζει
απ’ την υγρασία.
Το κορμί του.
Το μυαλό του.
Από μια νεκρανάσταση
βρέθηκε στα blue lights
της αμαρτωλής λεωφόρου,
ν’ αλλάζει ταυτότητα.
Ισορρόπησε
στα ψιλοτάκουνα
πρώτη φορά.
Βύζαινε το δάχτυλό του,
σαν ενός απογόνου
που θα σταμάταγε εδώ
αυτή τη γενιά
που τον αρνήθηκε.
Τη γενιά
με τα σφιγμένα χείλη
και τον μπαζωμένο έρωτα.
Χαμογέλασε
για τελευταία φορά,
μέσα απ’τον καθρέφτη
και χάρισε την επανάσταση
σε μια μαυριδερή
πριγκήπισσα,
άρτι αφιχθείσα
απ’ τα μέρη του.
Απ’ τα δικά του μέρη…
ΠΦ