ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΠΕΝΘΟΣ

Ω, πόσο φοβήθηκε
μήπως σκαλώσει
σε μια λέξη
και μείνει
ακίνητος εκεί.
Σε μια φλοίδα
πορτοκάλι,
ή σε μια φέτα
μπαγιάτικο ψωμί.
Στον πάτο
ενός φλιτζανιού,
καφές από χθες
και τζιν φρέσκο.
Σ’ ένα παντζούρι
που χάλασε
από πέρσι,
γι’ αυτό έμπαινε  ο ήλιος
κι όχι από πρόθεση.
Πόσο φοβήθηκε
μήπως σκαλώσει
ακόμα
στην ξινισμένη σαντιγί
στο ψυγείο
και σε μια μπάρα
σκληρής σαν πέτρα σοκολάτας.
Ή σε κάποια
μουχλιασμένη αίσθηση,
μισή εδώ
και μισή σε κείνο το σπίτι
δίπλα στο πάρκο,
έβγαιναν συχνά
για να μετρούν
τους περαστικούς.
Τουλάχιστον
αν δεν είχε μείνει τίποτα,
θα έβγαινε
ν’ αγοράσει.

ΠΦ

Αφήστε μια απάντηση