ΨΙΛΟΤΑΚΟΥΝΑ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ

Πήρε ένα μαντήλι ντεμακιγιάζ

και ξέβαψε απτο πρόσωπο

ένα χαμόγελο.

Ήθελε να μοιάσει

σε κείνη

την ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Θα’ταν δεν θα’ταν Αύγουστος.

Θα’ταν δεν θα’ταν μεγάλη.

Θα’ταν δεν θα’ταν λυπημένη.

Γύρισε μια σελίδα ακόμα.

Πήρε ένα μαντήλι ντεμακιγιάζ

και ξέβαψε τώρα

ένα υγρό βλέμμα.

Κάθε Αύγουστο ανελλιπώς,

έπαιρνε στα χέρια εκείνη

και την ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Κάθε Αύγουστο ανελλιπώς

επισκεπτόταν το σώμα της

σαν λιπαρό ξένο τόπο.

Κάθε Αύγουστο ανελλιπώς

γινόταν μυρμήγκι

και χάρασσε στο κορμί της

οργασμούς και πόνους

για το χειμώνα.

Η κυρία με τη λειψή θέληση

και τα ψιλοτάκουνα

έκοβε βόλτες

στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Απ’την αρχή του θέρους.

Όπως πάντα.

Τζιτζίκια παντού.

Κόντευε να βγει

φέτος ο Αύγουστος.

Δεν φάνηκε.

Τζιτζίκια παντού.

Ουφ, τζιτζίκια παντού.

Είχε δίκιο ο κύριος Χ.

Οι ζωντανοί δεδικαίωνται

ΠΦ

Αφήστε μια απάντηση