Αναπαύθηκε
εις τόπον νοερόν…
Στην κορυφογραμμή
ενός καλοσχηματισμένου στήθους
Εις κόρφον αλμυρόν
ξεδίψασε…
Έκανε την προσευχή του,
Κυριακάτικο…
Και ξαφνιάστηκε που βγήκε
σε μια πραγματική Δευτέρα…
Στ’ ασπράδια των ματιών
βυθίστηκε
κι αναδύθηκε παίρνοντας
όχι το μπλε το πολυφορεμένο
απ’ τους ρομαντικούς ποιητές,
μα λίγη σκόνη καφετί
απ΄ τα τσίνορα…
Γερά σφαλισμένα μάτια…
Κάθε πραγματική Δευτέρα…
Εις τόπον νοερόν
αναπαυόταν όλες τις καθημερινές…
Τις χειμωνιάτικες,
τις καλοκαιριάτικες…
Κι αυτές των λεγομένων
ενδιάμεσων εποχών…
Στον τόπο καταγωγής του
οι ενδιάμεσες εποχές
κρατούσαν περισσότερο…
Εις τόπον νοερόν
αναπαυόταν χρόνια τώρα…
Ώσπου κατέταξε στις καθημερινές
κι αυτές ακόμα τις Κυριακάδες…
Κατόπιν τούτου…
Κι ο τόπος ο νοερός
δεν τον ανάπαυε πια…
ΠΦ