ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

Ο Άγιος της Ύλης
δεν χώραγε απ’ την καμινάδα,
φέτος.
Είχε στομώσει
απ’ τα σώματα
της περσινής γιορτής.
Που γίνηκαν καπνός.
Η παλλακίδα μιας θλίψης
ανέμενε μάταια,
μισογερμένη
στο ανάκλιντρο.
Ενώ ο Άγιος
μοίραζε αμαρτίες
σε άλλες γειτονιές.
Πόσο όμορφα
καίγονται
τα περιτυλίγματα στο τζάκι.
Μισούσε τα δώρα,
δεν κράταγαν
παρά μόνο τις γιορτές.
Όλοι οι πελάτες
της έφερναν
τα περιτυλίγματα
που ζητούσε.
Τι έβαζε μέσα…
Θρύλοι υπήρχαν πολλοί.
Κανείς δεν τόλμησε
να ρωτήσει.
Είχε κι αυτό
το κληρονομικό χάρισμα
να σιωπά
μπροστά
στα ύστερα
του πόθου.
Γι’ αυτό
την προτιμούσαν
οι πελάτες.
Με μια ανάσα,
έκανε ένα μακροβούτι
στη μέρα
και βγήκε κατευθείαν
στο απογιόρτι.
Γέμισε το σαλόνι της
από ενήδονες φωνές.
Οι παλλακίδες της θλίψης
είναι μόνο
για το απογιόρτι.
Έχουν, βλέπεις,
κι αυτό
το κληρονομικό χάρισμα.
Να αποσιωπούν
τα ύστερα του πόθου
των νοικοκυραίων.
ΠΦ

1 Comment

Αφήστε μια απάντηση